- σκορδόπιστος
- -η, -οάπιστος (λέγεται κυρίως για τους εραστές).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορδόπιστος — ο, θηλ. σκορδόπιστη, Ν (με ειρωνική σημ.) ο άπιστος εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + πιστός (πρβλ. παραδό πιστος), πιθ. επειδή η χρήση σκόρδου δεν διευκολύνει τις ερωτικές περιπτύξεις και αποτελεί έμμεση άρνηση] … Dictionary of Greek